παραβοηθώ

παραβοηθώ
-έω, Α
1. έρχομαι σε βοήθεια κάποιου («ἦσαν δὲ καὶ τοῑς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», Θουκ.)
2. σπεύδω με σκοπό να σώσω κάποιον
3. βοηθώ και εγώ με τη σειρά μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ' αὖ παραβοηθοῡντας», Πλάτ.)
4. φρ. «παραβοηθῶ τινι πρός τινα» — τρέχω να βοηθήσω κάποιον εναντίον άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραβοήθεια — ἡ, Α [παραβοηθώ] 1. πρόσθετη βοήθεια ή περιστασιακή προστασία 2. στρατιωτική βοήθεια, επικουρία κατά τη διάρκεια πολέμου …   Dictionary of Greek

  • παραβοήθημα — τὸ Α [παραβοηθώ] 1. βοήθεια, επικουρία 2. στον πληθ. τά παραβοηθήματα (με περιλπτ. σημ.) ενίσχυση παλαιάς δοκού, δυναμάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”